- συμποσιαρχία
- συμποσι-αρχία, ἡ,A office of συμποσίαρχος, ib.620a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συμποσιαρχίᾳ — συμποσιαρχίᾱͅ , συμποσιαρχία office of fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμποσιαρχία — ἡ, ΜΑ [συμποσίαρχος] το αξίωμα τού συμποσίαρχου … Dictionary of Greek
συμποσιαρχίας — συμποσιαρχίᾱς , συμποσιαρχία office of fem acc pl συμποσιαρχίᾱς , συμποσιαρχία office of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)